αιμόπτυση

αιμόπτυση
[-ις (-εως)], αιμόπτυσία η кровохарканье

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αιμόπτυση" в других словарях:

  • αιμόπτυση — αιμόπτυση, η και αιμοπτυσία, η το φτύσιμο αίματος: Η αιμόπτυση είναι σημάδι εσωτερικής αιμορραγίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αιμόπτυση — Η αποβολή από το στόμα αίματος που προέρχεται από το βρογχικό δένδρο και τους πνεύμονες. Παρότι συχνά αποτελεί εκδήλωση φυματικής πνευμονικής βλάβης, μπορεί να εμφανίζεται συχνά σε ορισμένες καρδιοπάθειες, σε βρογχεκτασίες, σε πνευμονικό έμφραγμα …   Dictionary of Greek

  • αιμοπτυσικός — ή, ό [αιμόπτυση] αυτός που αναφέρεται ή σχετίζεται με την αιμόπτυση* …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • αιμοπτυσία — η η αιμόπτυση* …   Dictionary of Greek

  • αιμοπτυστώ — κάνω αιμόπτυση. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αιμόπτυστος < αίμα + πτύω] …   Dictionary of Greek

  • αιμοφτύνω — 1. κάνω αιμόπτυση 2. μοχθώ νύχτα μέρα για να κατορθώσω κάτι, «φτύνω αίμα» …   Dictionary of Greek

  • δίαιμος — δίαιμος, ον (Α) 1. αυτός που περιέχει αίμα 2. φρ. «δίαιμον ἀναπτύειν» φτύνει αίμα, κάνει αιμόπτυση. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι(α) + αιμος < αίμα (πρβλ. άναιμος, σύναιμος)] …   Dictionary of Greek

  • πνευμονορραγία — η, Ν 1. ιατρ. αιμορραγία από τους πνεύμονες, αιμόπτυση 2. διήθηση αίματος στους πνεύμονες, αιμορραγία μέσα στις κυψελίδες τών πνευμόνων …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»